- ἐνθρέψασθαι
- ἐντρέφωbring upaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντρέφω — ἐντρέφω (AM) ανατρέφω, εκπαιδεύω («οἶς γὰρ ἄν ἐντραφῶσι νόμοις», Πλάτ. «φυτὰ δ ἐνθρέψασθαι ἀρίστη», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek